- σκυτάλων
- σκύταλονcudgelneut gen plσκύταλοςcudgelmasc gen plσκυταλόωcudgelimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σκυταλόωcudgelimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυταλῶν — σκυτάλη staff fem gen pl σκυταλόω cudgel pres part act masc voc sg (doric aeolic) σκυταλόω cudgel pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκυταλόω cudgel pres part act masc nom sg σκυταλόω cudgel pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργατόσχοινο — το σχοινί που περιδένεται στο άκρο τών σκυταλών τού εργάτη τού πλοίου … Dictionary of Greek
σκυταλισμός — ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) 1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.) 2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από… … Dictionary of Greek